Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Πώς θα επουλωθεί η «χαίνουσα πληγή» της ανταγωνιστικότητας;

Γράφει ο Δημήτρης Καρακώστας


Έχει καταστεί πλέον εμφανές ότι Ελλάδα είναι αντιμέτωπη με ένα τριπλό πρόβλημα. Αυτό έγκειται στο τεράστιο δημόσιο -αλλά και ιδιωτικό- χρέος, στο μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα καθώς και στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το συγκεκριμένο άρθρο πειράται να αναδείξει το τρίτο κατά σειρά πρόβλημα που αποτελεί τη «χαίνουσα πληγή» της οικονομίας και το πλέον δυσεπίλυτο ζήτημα που πρέπει να διαχειριστεί τόσο η εκάστοτε πολιτική ηγεσία όσο και η εγχώρια τεχνοκρατία.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που κυμαίνεται περί του 10-11 τοις εκατό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος καταδεικνύει, με ιδιαίτερα εμφανή τρόπο, το οξύτατο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Αρκετοί είναι εκείνοι που ισχυρίζονται πως το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας οφείλεται στο υψηλό μισθολογικό κόστος που «ωθεί» τα προϊόντα και τις υπηρεσίες σε υψηλές τιμές. Πρόσφατα μάλιστα η «Τρόικα» είχε θέσει μετ’ επιτάσεως το ζήτημα της κατάργησης της κατώτατης συλλογικής σύμβασης εργασίας ανοίγοντας «τον ασκό του Αιόλου» για μειώσεις μισθών που, όπως ευαγγελίζονται, θα οδηγούσε στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Οι θιασώτες αυτής της άποψης αγνοούν δύο βασικά πράγματα.

Το πρώτο επιχείρημα έχει να κάνει με την έκθεση της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών κατά την περίοδο 2000-2009. Η εν λόγω έκθεση υπογραμμίζει ότι η απώλεια ανταγωνιστικότητας οφείλονταν στην αύξηση των μισθών και των τιμών μόνο στους κλάδους των μη εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών σε σχέση με τους κλάδους που παράγουν αγαθά και υπηρεσίες, με αποτέλεσμα τη μετατόπιση παραγωγικών πόρων προς τον κλάδο των μη εμπορευσίμων. Δηλαδή, υποστήριζε πως η απαραίτητη «εσωτερική υποτίμηση» για να επανέλθει η οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά ήταν όχι οι γενικώς και αορίστως μειώσεις, παρά μόνον αυτές που αφορούσαν μη εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα οφείλεται όχι τόσο στους υψηλούς μισθούς αλλά στη χαμηλή παραγωγικότητα.

Το δεύτερο –και κατά την άποψη μου σημαντικότερο- επιχείρημα αφορά την ίδια τη δομή της επιχειρηματικότητας. Κυρίαρχο στοιχείο της ελληνικής επιχειρηματικότητας συνεχίζει, ακόμα και σήμερα, να αποτελεί το καθεστώς της μικροϊδιοκτησίας και της αυτοαπασχόλησης. Αυτό το καθεστώς επιβαρύνει και συχνά εμποδίζει τη μεγέθυνση των επιχειρήσεων με αποτέλεσμα τα ελληνικά προϊόντα, ως προϊόντα οικονομίας μικρής κλίμακας, να μη μπορούν να ανταγωνιστούν τα αντίστοιχα προϊόντα που παράγονται σε συνθήκες μεγάλης κλίμακας. Ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή όπου η σύγχρονη οικονομία διέπεται από το ελεύθερο εμπόριο, το μέγεθος συνιστά σημαντικό –ίσως το σημαντικότερο- ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Απεναντίας, το μεγάλο κόστος παραγωγής (οικονομίες κλίμακας), τα προβλήματα συντονισμού που οδηγούν σε μεγάλο κόστος συναλλαγών (οικονομίες φάσματος) και η αβεβαιότητα για τη συνέχεια της λειτουργίας των επιχειρήσεων στο μέλλον (διαδοχή γενεών) αποτελούν βαρυσήμαντες επιπτώσεις της μικρής κλίμακας.

Γι αυτό πρέπει να γίνει συνείδηση τόσο της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας όσο και της εγχώριας τεχνοκρατίας που ασχολείται με την ανάπτυξη ότι αυτή μπορεί να συντελεστεί μόνο με την εξαγωγή ανταγωνιστικών προϊόντων που θα ισοσκελίσουν το ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αυτό μπορεί να συμβεί με τη δημιουργία οικονομιών μεγάλης κλίμακας. Πρόκειται για ένα στόχο εφικτό και ρεαλιστικό εφόσον η ιδιωτική πρωτοβουλία πειστεί για την αναγκαιότητά του. Η αναγκαιότητα αυτή μπορεί να αποσαφηνιστεί από κατάλληλους τεχνοκράτες με διεθνή εμπειρία στην επιχειρηματικότητα που θα ωθήσουν μικροϊδιοκτήτες και αυτοαπασχολούμενους σε στενή συνεργασία. Απόρροια αυτού θα είναι μια σειρά από συγχωνεύσεις και συνέργειες μεταξύ των επιχειρήσεων που θα αποσκοπούν στη δημιουργία προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής ποιότητας και υψηλής προστιθέμενης αξίας. Μ’αυτό τον τρόπο οι «νέες επιχειρήσεις» θα καταγράψουν σημαντικές αμοιβαίες ωφέλειες μέσα από την αξιοποίηση ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων που, μέχρι πρότινος, παρέμεναν αδρανή. Παράλληλα, θα ενισχυθεί και η χρηματοοικονομική τους θέση καθώς θα βελτιώσουν αφενός μεν τη ρευστότητά τους, εξασφαλίζοντας τη λειτουργία τους βραχυπρόθεσμα, αφετέρου δε τη φερεγγυότητά τους, εδραιώνοντας τη συνέχειά τους μακροπρόθεσμα.

Συμπερασματικά, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας είναι ένα εξαιρετικά εργώδες και ακανθώδες διακύβευμα. Από αυτό εξαρτάται η ανάκαμψη και αυτό θα προσπορίσει την ανάπτυξη. Επομένως, η προσοχή και οι ευθύνες όλων μας και ιδίως εκείνων που θα αποπειραθούν να προσεγγίσουν τη λύση του προβλήματος είναι ιστορικές. Ας σταθούν και ας σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων…




Ο Δημήτρης Καρακώστας είναι φοιτητής του Τμήματος Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής, Πανεπιστημίου Πειραιώς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου